Μια μυθιστορηματική αυτοβιογραφία που καταλήγει μέσω της αποκαθήλωσης του εαυτού στη σωτήρια ενηλικίωση
Η αυτοβιογραφία αποτελεί ένα εξαιρετικά περίπλοκο και απρόβλεπτο είδος το οποίο μπορεί να καταπιαστεί με τα πιο διαφορετικά πράγματα, αλλά και να καταφύγει στα πλέον απρόσμενα μέσα. Το καινούργιο μυθιστόρημα του Αύγουστου Κορτώ έχει τις ρίζες του σε ένα προηγούμενο αυτοβιογραφικό του βιβλίο που κυκλοφόρησε προ διετίας υπό τον τίτλο Ο άνθρωπος που έτρωγε πολλά. Το βιβλίο αυτό είναι κάτι σαν μυθιστορηματική αυτοβιογραφία σπασμένη σε πολλά αλληλοσυνδεόμενα κομμάτια. Και οι είκοσι ιστορίες που φιλοξενούνται στις σελίδες του εκβάλλουν στην ίδια περιοχή: στον τρόπο με τον οποίο ένας προβληματικός πιτσιρικάς θα αγωνιστεί να ενηλικιωθεί, καταπολεμώντας τον γιγαντισμό του. Γιγαντισμός που έχει να κάνει όχι μόνο το υπέρβαρο σώμα του, τον όγκο του οποίου είναι καταδικασμένος εκών άκων να υπομένει, αλλά και με τις υπερτροφικές ορέξεις του για φαγητό, γλυκά, αλκοόλ, σεξ και λογοτεχνία: ένας κόσμος που μπορεί να μη χωράει πουθενά, αλλά ξεχειλίζει, μαζί με ολόκληρη την ύπαρξη του ήρωα, από ζωή, ακόμα κι αν ο τελευταίος πέφτει κατά περιόδους σε παρατεταμένες κρίσεις κατάθλιψης.
Με το Βιβλίο της Κατερίνας ο Κορτώ θα επανέλθει στην αυτοβιογραφική του ιστορία με μια μυθιστορηματική βιογραφία της μητέρας του η οποία θα μιλήσει σε πρώτο πρόσωπο για την πορεία της προς την αυτοκτονία, καταλήγοντας έτσι και πάλι στην αυτοβιογραφία. Με τη διαφορά όμως πως μια τέτοια αυτοβιογραφία (να γιατί το είδος είναι τόσο περίπλοκο και απρόβλεπτο) θα λειτουργήσει σαν αντικριστός καθρέφτης για τον συγγραφέα αφού θα περιλάβει εκ των πραγμάτων στους κόλπους της τη βιογραφία του. Κέντρο τόσο του παλαιότερου όσο και του σημερινού βιβλίου του Κορτώ θα παραμείνει η κατάθλιψη, που θα εξεικονιστεί σε αμφότερα χωρίς τον παραμικρό μελοδραματικό τόνο, συνεχίζοντας σε μια γραμμή την οποία χάραξαν τα προηγούμενα χρόνια η Μαργαρίτα Καραπάνου με το «Ναι» (1999) και η Σοφία Νικολαΐδου με τον Μωβ μαέστρο (2006).
Το Βιβλίο της Κατερίνας ξεκινάει σαν ένα φροϋδικό οικογενειακό ρομάντζο με έντονα παρωδιακά στοιχεία. Η σύζυγος και τα έξι παιδιά ενός πλούσιου μεγαλομπακάλη της Θεσσαλονίκης συγκεντρώνουν επάνω τους όλα τα κακά της γης. Η σύζυγος δεν θα μπορέσει ποτέ να πιάσει επαφή με τα κορίτσια και τα αγόρια της, μένοντας μέχρι το τέλος ψυχρή σαν πάγος, ενώ ο άντρας της δεν θα κουραστεί να τα βάζει μονίμως με τους πάντες, δικαίους και αδίκους. Οσο για τους γόνους της οικογένειας, θα επιβαρυνθούν ευθύς εξαρχής με πλήθος σωματικές και ψυχικές αναπηρίες, που θα περιφράξουν την καθημερινότητά τους με ένα ηλεκτροφόρο συρματόπλεγμα: ζήλιες, ανταγωνισμοί, αλλά και αλληλοκαταγγελίες, αλληλοϋπονομεύσεις ή αλληλοδιαβολές μέχρι τελικής πτώσεως. Αυτό είναι το περιβάλλον μέσα στο οποίο θα γεννηθεί και θα μεγαλώσει η Κατερίνα, που θα συναντηθεί από πολύ νωρίς με την κατάθλιψη, έστω κι αν θα της πάρει καιρό να παραδεχθεί τη μοιραία της επίδραση. Η μοναδική διαφυγή της Κατερίνας θα είναι ο γιος της, τον οποίο ωστόσο θα αγαπήσει με ένα αποστομωτικό και εν τέλει καταστροφικό πάθος. Υπεύθυνη εν πολλοίς για την απομόνωση, τη μελαγχολία και το πάχος του, τα οποία ο ίδιος θα αγωνιστεί να ξεπεράσει με όλες του τις δυνάμεις στον Ανθρωπο που έτρωγε πολλά, θα βυθιστεί στα ψυχοφάρμακα και το ποτό, αναζητώντας και πετυχαίνοντας την ύστατη λύτρωσή της μόνο με την αυτοκτονία.
Ο βιογραφικός και ο αυτοβιογραφικός λόγος (είτε δηλώνεται ως μυθοπλαστικός είτε όχι) είναι αδύνατον να ξεχωρίσει από τον μυθιστοριογραφικό. Υπό αυτή την έννοια, όσο ο Κορτώ εξιστορεί τις σχέσεις της μητέρας του με τα αδέλφια και τους γονείς της, δίνει στη φωνή της τον τόνο ο οποίος έχει επικρατήσει σ' ένα μεγάλο κομμάτι της πεζογραφίας του. Η αυτοβιογραφία της μαμάς είναι εν προκειμένω μια τερατολογία ανάμεσα σε σπαραχτικό γέλιο και άγριο αυτοσαρκασμό, που δεν θέλει να αφήσει τίποτε όρθιο μπροστά της, διακωμωδώντας όχι μόνο τα ρητορικά αισθήματα των ανθρώπων, αλλά και τις φαντασιώσεις στις οποίες κατά καιρούς υποβάλλονται μέσω των κοινωνικών τους ρόλων ή των ιδεολογικών τους αξιών. Η αφήγηση μοιάζει εδώ να παρουσιάζει κοιλιές, να παρασύρεται σε διάφορα άνευρα ευφυολογήματα, αλλά και να καταφεύγει σε πλήθος συνθηματολογικά τερτίπια.
Σκέφτομαι εν τούτοις πως όλα αυτά είναι πιθανόν να αποτελούν απλώς νάρκης του άλγους δοκιμές: στρατηγικές για να αναβληθεί το πέρασμα στην πρωταρχική σκηνή του τραύματος, που δεν είναι άλλο από την αυτοκτονία. Γιατί όταν ο Κορτώ καταφέρνει κάποια στιγμή να αγγίξει και να ψηλαφήσει το τρίγωνο μητέρας, γιου και πατέρα, στον πυρήνα του οποίου θα εγκατασταθεί η αυτοκτονία, το γράψιμό του γίνεται εξαιρετικά λιτό (σχεδόν τηλεγραφικό), για να αποκτήσει πάραυτα μια σπάνια δραματική ένταση, που σφίγγει την καρδιά δίχως να την επαλείψει με κανένα βάλσαμο αισθηματολογίας. Πρόκειται για ένα δράμα στο εσωτερικό του οποίου τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα καταφέρνουν να απαλλαγούν από οποιοδήποτε εξωτερικό ή περιγραφικό στοιχείο, εκθέτοντας χωρίς τον παραμικρό περισπασμό την καταρρακωμένη γύμνια τους. Είναι η ώρα που ο συγγραφέας θα βγάλει τη λογοτεχνία από τη βιτρίνα της διακωμώδησης, θα κοιτάξει κατάματα τα φαντάσματά του και θα βρει την τόλμη να αποκαθηλώσει το σαρκίο του. Και αποκαθηλώνοντας το σαρκίο του, θα κατορθώσει και κάτι επιπλέον: να αποκαταστήσει τη μνήμη του και να εξανθρωπίσει όχι μόνο το παρελθόν, αλλά και το παρόν του. Ωστόσο, αυτή ακριβώς δεν είναι η λειτουργία της ολοκλήρωσης του πένθους και ο δρόμος της οριστικής, σωτήριας ενηλικίωσης;